- συμπένομαι
- Αστερούμαι κάτι μαζί με άλλους («συμπένομαι τοῑς πολίταις τούτου τοῡ πράγματος», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πένομαι «είμαι φτωχός, στερούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπένομαι — to be poor along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)